- ασφαλτίτης
- ο (Α ἀσφαλτίτης, ο και ἀσφαλτῑτις, η)αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτώδηςαρχ.φρ.1. «λίμνη Ἀσφαλτῑτις» — η Νεκρά Θάλασσα2. «ἀσφαλτῑτις πόα» — το τριφύλλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσφαλτίτης — bituminous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dead Sea — For the Brian Keene book of the same name, see Dead Sea (novel). Dead Sea A view from the Israeli side looking across to Jordan Coord … Wikipedia
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek